σαυρίδα — η, Ν το ερπετό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σαύρα η τοιχοδρόμος και που ανήκει στο γένος γκέκο, το σαμιαμίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα ίδα (πρβλ. τσουκν ίδα)] … Dictionary of Greek
σαυρίδα — σαυρίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)