σαυρίδα

σαυρίδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σαυρίδα" в других словарях:

  • σαυρίδα — η, Ν το ερπετό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία σαύρα η τοιχοδρόμος και που ανήκει στο γένος γκέκο, το σαμιαμίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα ίδα (πρβλ. τσουκν ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • σαυρίδα — σαυρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»